- αδιαρρύθμιστος
- η , ο [ος , ον ]1) неурегулированный; неулаженный; 2) неустроенный, необставленный (о квартире и т. п.); 3) не разделённый на комнаты (о помещении, доме)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαρρύθμιστος — η, ο αυτός που δε διαρρυθμίστηκε, ατακτοποίητος: Ο χώρος κοντά στην εκκλησία μένει δυστυχώς αδιαρρύθμιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαρρύθμιστος — η, ο [διαρρυθμίζω] αυτός που δεν διαρρυθμίστηκε ή δεν μπορεί να διαρρυθμιστεί κατάλληλα, αμεταρρύθμιστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αδιάσκευος — ἀδιάσκευος, ον (Α) [διασκευή] αδιακόσμητος, αδιαρρύθμιστος … Dictionary of Greek